- ῥαντισμοῦ
- ῥαντισμόςsprinklingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραντισμός — Τελετουργική πράξη της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στα προχριστιανικά θρησκεύματα. Πρόκειται για ρ. με αγιασμένο νερό, που αποβλέπει στην κάθαρση ή ευλογία προσώπων, οικημάτων, σκευών, πλοίων κλπ. Στην Ελλάδα ο ρ. του είδους γίνεται με ραντιστήρι… … Dictionary of Greek
ραντισιά — η, Ν η ποσότητα νερού ή άλλου υγρού που διασκορπίζεται με μια κίνηση ραντισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ραντισ τού αορ. ράντισα τού ραντίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. ριξ ιά)] … Dictionary of Greek
χαλάζι — Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από… … Dictionary of Greek